- κατεπίκλησις
- κατ-επί-κλησις, ἡ, Anklage
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
κατεπίκλησις — κατεπίκλησις, ήσεως, ἡ (Α) [επίκλησις] 1. ισχυρή κατηγορία 2. επιπρόσθετη ονομασία, νέος τίτλος … Dictionary of Greek